Σκιρωνίδες πέτρες, οι

Σκιρωνίδες πέτρες, οι
Σκιρωνίδες πέτρες, οι και Σκιράδες, οι απόκρημνοι βράχοι στο Σαρωνικό απ' όπου γκρέμιζε τα θύματά του ο Σκίρωνας (Κακιά Σκάλα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… …   Dictionary of Greek

  • σκιρωνίδα — η / σκιρωνίς, ίδος, η, ΝΑ φρ. «Σκιρωνίδες πέτρες» και «Σκιρωνίδες πέτραι» ή, απλώς, «Σκιρωνίδες» απότομη βραχώδης κατάληξη τών Γεράνειων Ορέων στον Σαρωνικό, πέρα από τα Μέγαρα, η οποία σήμερα ονομάζεται Κακή Σκάλα και όπου, σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ισθμίων — Το μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου όπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είχε ιδρυθεί το ιερό του Ίσθμιου Ποσειδώνα. Πολύ κοντά, στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού, ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του αρχικού σταδίου, με την ιδιόμορφη… …   Dictionary of Greek

  • σκιρωνικός — ή, όν, Α [σκίρων, ωνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σκίρωνα 2. φρ. «Σκιρωνικὸν οἶδμα θαλάσσης» η θάλασσα που βρίσκεται κοντά στις Σκιρωνίδες πέτρες …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Σκιρώνειο Πολυχρονόπουλου — Εγκαινιάστηκε το 1976, ένα χρόνο μετά το θάνατο του ιδρυτή του γλύπτη Κώστα Πολυχρονόπουλου, και στεγάζει το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του παραγωγής. Βρίσκεταιο στο 50ό χλμ. της παλαιάς Εθνικής Οδού Αθηνών Κορίνθου, στην περιοχή των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”